χρυσοχέρης

χρυσοχέρης
ο
θηλ. χρυσοχέρα
1. αυτός που δείχνει σπάνια δεξιότητα ή εργατικότητα.
2. αυτός που κερδίζει πολλά χρήματα από την εργασία των χεριών του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοχέρης — α, ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜ μτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χέρης (< θ. χερ τής λ. χείρ*)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”